λιποστρατώ

λιποστρατώ
λιποστρατῶ, -έω (Α)
εγκαταλείπω τον στρατό, αρνούμαι να υπηρετήσω σ' αυτόν, λιποτακτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *λιπόστρατος (το παραδιδόμενο είναι νεώτερο) < λιπ(ο)-* + στρατός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”